- πολυεύτακτος
- πολυεύτακτος, ον very well ordered/disciplined subst. ὑμῶν τὸ π. τῆς κατὰ θεὸν ἀγάπης how well-ordered your God-like love is IMg 1:1.—DELG s.v. τάσσω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
πολυεύτακτος — ον, Α πολύ εύτακτος … Dictionary of Greek